τερπότραμις

τερπότραμις
τερπότραμις,
A = ἡ τῶν ἀφροδισίων τέρψις (Phot.), Telecl.66; expld. by Meineke as ὁ τοῖς ἀφροδισίοις τερπόμενος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τερπότραμις — ἡ, Α (κατά τον Φώτ.) «ἡ τῶν ἀφροδισίων τέρψις». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρπω + τράμις* «το μεταξύ τού πρωκτού και τού αιδοίου τμήμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”